ἀπελευθερώσεις

ἀπελευθερώσεις
ἀπελευθέρωσις
emancipation
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀπελευθέρωσις
emancipation
fem nom/acc pl (attic)
ἀπελευθερόω
emancipate
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀπελευθερόω
emancipate
fut ind act 2nd sg
ἀ̱πελευθερώσεις , ἀπελευθερόω
emancipate
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀπελευθερόω
emancipate
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀπελευθερόω
emancipate
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • δουλοπάροικοι — Αγροτική κοινωνική τάξη που διαμορφώθηκε κυρίως την περίοδο του Μεσαίωνα. Από τον 4o αι. μ.Χ. και ύστερα, με την επιδείνωση της πολιτικής και οικονομικής κρίσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι αγρολήπτες και αγρομισθωτοί, δηλαδή οι ελεύθεροι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”